Μελησίας

Μελησίας
Μελησίας an Athenian trainer of wrestlers. εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ (Μελησίᾳ v. l.) O. 8.54 οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα
1

στρέφοι N. 4.93

δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κεἴποιμι Μελησίαν, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.65


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μελησίας — Μελησίᾱς , Μελησίης masc acc pl Μελησίᾱς , Μελησίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МЕЛЕСИЙ —    • Melesĭas,          Μελησίας,        1. победитель в священных играх и учитель гимнастики в Эгине, воспетый Пиндаром (ol. 8, 71, пет. 4, 15);        2. отец государственного деятеля Фукидида, противник Перикла;        3. сын того же Фукидида …   Реальный словарь классических древностей

  • συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”